- ἀγγελιαφόρου
- ἀγγελιᾱφόρου , ἀγγελιαφόροςmessengermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ίρος — (I) Ἶρος, ὁ (Α) 1. ο Ιθακήσιος επαίτης Αρναίος, που ονομάστηκε έτσι από τους μνηστήρες ως αγγελιαφόρος 2. (ως προσηγορικό) επαίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἶρις, όνομα τής αγγελιαφόρου τών θεών] … Dictionary of Greek
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek
ίρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και εκτελούσε χρέη αγγελιαφόρου των θεών, ιδιαίτερα του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν αδελφή της Άρκης που είχε τιμωρηθεί από τον Δία επειδή είχε βοηθήσει τους … Dictionary of Greek
θαλασσοκούντουρον — θαλασσοκούντουρον, το (Μ) είδος αγγελιαφόρου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κούντ ουρον «κολοβό». Πρόκειται προφανώς για πλοίο με βραχεία, «κομμένη» τρόπον τινά, πρύμνη] … Dictionary of Greek
μανδάτωρ — μανδάτωρ, ωρος, ὁ (Μ) 1. τίτλος υπαλλήλου τής βυζαντινής Αυλής με καθήκοντα αγγελιαφόρου 2. αυτός που μεταφέρει πληροφορίες ή διαταγές 3. πληροφοριοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mandator] … Dictionary of Greek
μπανιέρης — και πανιέρης, ὁ (Μ) δημόσιος κήρυκας, κατώτερος αξιωματικός με καθήκοντα αγγελιαφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότ. γαλλ. banier πρβλ. και λ. μπανάλ] … Dictionary of Greek
πελάγιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιστρία και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Θεωρείται πολιούχος και προστάτης της Κωνστάντζας. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Αυγούστου. 2. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 925. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
πολυταινικός — ή, ό, Ν βιολ. 1. χαρακτηρισμός μιας ιδιαίτερης μορφής γιγαντιαίων χρωματοσωμάτων, που αντιπροσωπεύουν μια δέσμη χρωματίδων, τών οποίων ο αριθμός μπορεί να φτάσει τα 1 ώς 2 δισεκατομμύρια 2. φρ. «παφ πολυταινικού χρωματοσώματος» (στις Δροσόφιλες… … Dictionary of Greek
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek